- ἰατρούς
- ἰᾱτρούς , ἰατρόςone who healsmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Metrodorus of Lampsacus (the younger) — For other people of the same name, see Metrodorus (disambiguation). Metrodorus Hermes type bust (pillar with the top as a sculpted head) of Metrodorus leaned with his back against Epicurus, in the Louvre Full name Metrodorus Born 331/0 BC… … Wikipedia
Métrodore de Lampsaque (le Jeune) — Pour les articles homonymes, voir Métrodore. Métrodore Philosophe Occidental Antiquité … Wikipédia en Français
Métrodore de Lampsaque (le jeune) — Pour les articles homonymes, voir Métrodore. Métrodore Philosophe Occidental Antiquité … Wikipédia en Français
Метродор из Лампсака (младший) — Метродор из Лампсака Μητροδωρος Λαμψακηνος … Википедия
ηδέ — ἠδέ (Α) (σύνδ.) 1. και 2. (συνήθως σε αντιστοιχία και συσχετισμό με προηγούμενο ἠμέν) «ἠμέν... ἠδέ» και... και 3. (συχνά προηγείται το τε) «τε... ἠδέ» και... καί («σκῆπτρον τ ἠδὲ θέμιστας», Ομ. Ιλ.) 4. «ἠδὲ καί» και επίσης 5. «μέν... ἠδέ» και 6.… … Dictionary of Greek
θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… … Dictionary of Greek
ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… … Dictionary of Greek
κοινολογία — η (AM κοινολογία) [κοινολογώ] διάδοση στο κοινό, κοινολόγηση, κοινοποίηση μσν. (κατά τον Φώτ.) κοινή διάλεκτος αρχ. 1. κοινή σύσκεψη, συμβούλιο, κυρίως ιατρικό («ἑτέρους [ἰατροὺς] εἰσάγειν ἕνεκα τοῡ ἐκ κοινολογίης ἱστορήσαι τὰ περὶ τὸν νοσὲοντα» … Dictionary of Greek
λογεύς — λογεύς, ὁ (Α) [λόγος] 1. ομιλητής, ρήτορας 2. ο πεζογράφος («λογεῑς δὲ λέγουσι τοὺς ἱστορικοὺς καὶ φιλοσόφους καὶ ἰατροὺς καὶ ὅσους ἐν τῷ χορῷ τῶν λογίων τιθέναι δίκαιον», Σχόλ. Διον. Περιηγ·) … Dictionary of Greek
φλυαρία — η, ΝΑ [φλύαρος] ασήμαντη και ανόητη πολυλογία νεοελλ. 1. ανοησία 2. χαλαρή συζήτηση για θέματα ήσσονος ενδιαφέροντος αρχ. στον πληθ. αἱ φλυαρίαι ανόητα πράγματα («περὶ σιτία καὶ ποτὰ καὶ ἰατροὺς καὶ φλυαρίας», Πλάτ.) … Dictionary of Greek